Θαυμάζουμε τις εκκλησίες, τις καλοφτιαγμένες βρύσες και όλα τα στολίδια. Σε κάθε γωνιά κάτι θα βρεις να σε εκπλήξει. Και τα ηρώα, αφιερωμένα στα μπαρουτοκαπνισμένα παλικάρια αυτού του τόπου…
Προορισμός Μάρμαρα Δυτικής Φθιώτιδας.
Από τη Σπερχειάδα ανηφορίζουμε για τα χωριά του Ίναχου. Η διαδρομή προς τις βορειοανατολικές πλαγιές των Βαρδουσίων –ειδικά μετά την κλεισούρα της πόλης- είναι κάτι παραπάνω από ευχάριστη. Η φύση πάντα μαγεύει, πόσο μάλλον όταν έχει ντυθεί με τις πιο γοητευτικές φθινοπωρινές της αποχρώσεις.
Επιμέλεια: Λίλιαν Χαχοπούλου
Φωτό: Πάνος Κατσώνης
Λίγο πριν φτάσουμε στο χωριό Περιβόλι – Μούσδροβο το έλεγαν κάποτε – σταματάμε για να απολαύσουμε την υπέροχη θέα από το ξύλινο κιόσκι που βρίσκεται στην είσοδο του χωριού. Οι κορυφογραμμές των βουνών ενώνονται με τον γαλάζιο ουρανό σε μια δαντελωτή γραμμή στον ορίζοντα. Αυτή τη θέα, δεν θες να την αποχωριστείς.
Στην είσοδο του χωριού και ένα μοναδικό αρχαιολογικό μνημείο πάνω από την κοιλάδα του Ινάχου. Ένας θολωτός τάφος. κατασκευασμένος την Ελληνιστική περίοδο, καταδικασμένος –όπως και εκατοντάδες άλλοι αρχαιολογικοί χώροι στην χώρα μας- στην μοναξιά του.
Μας συγκινεί ένας σταυρός και ένα εικονισματάκι που αφιερώνει μια μάνα που έχασε τον γιο της…
Παραδίπλα και ένα παγκάκι αφιέρωμα και αυτό από μια κόρη που έχασε τους γονείς της. Ίσως αυτό το σημείο, εκεί ψηλά, να ήταν το αγαπημένο τους αγνάντιο…
Λίγο αργότερα περνάμε την παλιά κακοτράχαλη γέφυρα του Ίναχου και απορούμε γιατί η ολοκαίνουρια, αν και έχει ολοκληρωθεί, δεν δίνεται στην κυκλοφορία γλυτώνοντας τους κατοίκους των χωριών από κινδύνους και ταλαιπωρία…
Έχουμε φτάσει στα Μάρμαρα. Το πρώτο πράγμα που μας κάνει εντύπωση είναι ότι ο οικισμός χωρίζεται σε τρία μέρη σε διαφορετικά σημεία της πλαγιάς των Βαρδουσίων. Ο πάνω, ο κάτω και ο πέρα μαχαλάς…
Το χειμώνα λιγοστοί οι κάτοικοι, περίπου 15. Το καλοκαίρι όμως σφύζει από ζωή. Χριστούγεννα και Πάσχα οι απανταχού Σελιανίτες –κατά την παλιά ονομασία του χωριού- δεν διαπραγματεύονται την επίσκεψη τους στα Μάρμαρα. Είναι δεδομένη…
Ο πρώτος άνθρωπος που συναντάμε είναι ο κ. Κουρέλης. Αν και η επιχείρηση του Οικοδομικά Υλικά βρίσκεται στην Σπερχειάδα, δεν απαρνιέται το χωριό του. Μας ξεναγεί κατά τρόπο και μας προϊδεάζει για το τι θα βρούμε στη συνέχεια. Το παράπονό του, είναι αυτό των μόνιμων κατοίκων των μικρών χωριών της ορεινής επαρχίας. «Αν φύγουν πέντε έξι ακόμα ηλικιωμένοι το χειμώνα το χωριό θα ερημώσει και άλλο… Έχουμε ένα οροπέδιο, να εκεί πάνω. Κάποτε παρά τρίχα οι Γερμανοί να έφτιαχναν ένα μικρό αεροδρόμιο. Μακάρι να γίνει. Να έρχονται φυσιολάτρες και ορειβάτες από παντού. Να ζωντανέψει ο τόπος…».
Στον επάνω μαχαλά, το τοπίο αλλάζει. Μια μεγάλη πέτρινη πλατεία και τριγύρω παλιά πέτρινα αρχοντόσπιτα, έργα ξακουστών Ηπειρωτών μαστόρων, πολλά από αυτά καλοδιατηρημένα στο χρόνο.
Ένα πρόσχαρο ζευγάρι περιποιείται το χώρο έξω από το κλειστό λόγω κορωνοϊού μαγαζιού του. Ο Κώστας και η Έμυ μας καλωσορίζουν με ένα τσιπουράκι και τραγανό γλυκό κολοκύθι.
Η νοστιμιά του γλυκού διεκδικεί βραβείο, όχι τυχαία, αφού πιάνοντας την κουβέντα μαθαίνουμε πως ήταν ζαχαροπλάστες στην Αθήνα. Και μετά ήρθε η κρίση και πήραν την απόφαση να μετακομίσουν στα Μάρμαρα, το χωριό του Κώστα, να ανοίξουν το μαγαζί και να ζήσουν μια πιο ανθρώπινη ζωή.
Με γαμπρό σεφ και ιδιοκτήτες ζαχαροπλάστες, η «Αγκωνή» γίνεται σημείο αναφοράς για την περιοχή. «Αγκωνή» λέει, ονόμαζαν οι παλιοί, τη θέση δίπλα από το τζάκι… Η γωνιά της θαλπωρής….
Εκεί κοντά και το παλιό πετρόκτιστο Δημοτικό Σχολείο που τώρα έγινε Λαογραφικό Μουσείο. Πανέμορφο και λιτά επιβλητικό. Δεν σταματάμε να το φωτογραφίζουμε. «Παλιά τα Μάρμαρα, μας διηγείται ο Κώστας, ήταν μεγάλο χωριό. Έφτανε τους 1000 κατοίκους. Το σχολείο ήταν γεμάτο παιδιά. Περισσότερα από 100. Τώρα μόνο το καλοκαίρι και στις γιορτές, ακούγονται από παντού παιδικές φωνές…»
Αφού θαυμάσουμε το ζωγραφικό της ταλέντο επάνω στις ξύλινες καρέκλες και παίξουμε με τον μακρυμμάλη γατούλη και τα σκυλάκια της οικογένειας, η Έμυ μας οδηγεί στα πέτρινα σπίτια της γειτονιάς. Μας εντυπωσιάζουν οι λαξευμένες φιγούρες στα αγκωνάρια κάθε σπιτιού.
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση οι φιγούρες εμπνευσμένες άλλοτε από την αρχαιότητα και άλλοτε από το Βυζάντιο, ήταν απαραίτητες για να «στεριώσει» το σπιτικό και να έχει καλή τύχη και υγεία…
Θαυμάζουμε τις εκκλησίες, τις καλοφτιαγμένες βρύσες και όλα τα στολίδια του χωριού που είναι αμέτρητα. Σε κάθε γωνιά κάτι θα βρεις να σε εκπλήξει. Και τα ηρώα, αφιερωμένα στους Σελιανίτες αγωνιστές. Στα μπαρουτοκαπνισμένα παλικάρια αυτού του τόπου…
Αποφασίζουμε να ανηφορίσουμε για το ξακουστό Στεφάνι, πιστεύοντας πως το μόνο που θα δούμε είναι μια πανοραμική εικόνα του χωριού. Μετά από αρκετά χιλιόμετρα σε χαλικόδρομο σταματάμε για να θαυμάσουμε το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Αγκαλιασμένο από δέντρα μας αιφνιδιάζει με την ομορφιά του.
Συνεχίζουμε ανεβαίνοντας στα 1228 μέτρα υψόμετρο. Το προσκυνητάρι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και μια ακόμα περίτεχνη βρύση – αφιέρωμα. Ακολουθεί ο Προφήτης Ηλίας σε ένα σημείο αληθινά θεϊκό. Εκεί που ο απέραντος ουρανός μπλέκει με την ελατοσκέπαστη βουνοκορφή και το μεγαλείο της φύσης στέκει αγέρωχο, περήφανο, μοναδικό…
Τα παιχνίδια που παίζει το φως της μέρας που χάνεται με τα κλαδιά των δέντρων, δικαιολογούν θρύλους για τα στοιχειά που κάποτε διηγούνταν οι προπαππούδες μας.
“Της Σέλιανης και του Σμόκοβου τα στοιχειά, που είχαν την όψη άγριου λύκου, πιάστηκαν στα χέρια και πολεμούσαν πάνω στα Χομεργιανίτικα τα βουνά. Ο πόλεμος τούτος γινόταν για το νερό που βγαίνει στο Σμόκοβο. Το στοιχειό της Σέλιανης ήταν αρσενικό, ενώ του Σμόκοβου ήταν θηλυκό. Το θηλυκό φοβήθηκε μήπως ηττηθεί και πάνω στο πάλεμα, είπε στον αρσενικό αντίπαλό του: “Έλα να σε ξεψειρίσω!” Το αρσενικό γελάστηκε κι έπεσε στα πόδια του θηλυκού για να το ξεψειρίσει. Τόσο πολύ του άρεσε, ώστε δίχως να το καταλάβει, αποκοιμήθηκε. Τότε, εκείνη η πονηρή, τον άφησε αποκοιμισμένο και κίνησε να πάρει το πολυπόθητο νερό και το έφερε στο Σμόκοβο.
Από τότε, η πηγή στην περιοχή Στεφανάκι της Σέλιανης στέρεψε, ενώ παλιότερα έρεε εκεί το δροσερό νεράκι” λέει ο θρύλος…
Το κρύο έχει γίνει τσουχτερό. Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής απολαμβάνοντας την πιο σκοτεινή και μυστηριακή εκδοχή της διαδρομής, νιώθοντας τυχεροί για όσα μάθαμε, είδαμε, ζήσαμε…