Η σχέση μεταξύ της χρήσης κινητών τηλεφώνων και του καρκίνου του εγκεφάλου έχει αποτελέσει αντικείμενο μελετών και ανησυχίας για πολλές δεκαετίες. Ωστόσο, οι πιο πρόσφατες έρευνες και ανακοινώσεις, συμπεριλαμβανομένης της ανακοίνωσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), προσφέρουν περισσότερη σαφήνεια για το θέμα.
Σύμφωνα με τις τελευταίες μελέτες, δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά στοιχεία που να αποδεικνύουν μια σαφή σύνδεση μεταξύ της χρήσης κινητών τηλεφώνων και της ανάπτυξης καρκίνου στον εγκέφαλο. Ο ΠΟΥ, μέσω της Διεθνούς Υπηρεσίας Έρευνας για τον Καρκίνο (IARC), ταξινομεί την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπουν τα κινητά τηλέφωνα ως «ενδεχομένως καρκινογόνα για τον άνθρωπο» (κατηγορία 2B), που σημαίνει ότι υπάρχει κάποια ένδειξη κινδύνου, αλλά όχι αρκετά ισχυρή ώστε να υπάρξει τελική ετυμηγορία.
Οι έρευνες που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα δείχνουν μικρές, αν όχι αμελητέες, αυξήσεις σε συγκεκριμένους τύπους καρκίνου του εγκεφάλου, αλλά οι ερευνητές επισημαίνουν ότι αυτά τα αποτελέσματα μπορεί να οφείλονται σε άλλα παράγοντες ή ακόμα και στη φυσική μεταβλητότητα των δεδομένων. Συνολικά, η επιστημονική κοινότητα συνεχίζει να παρακολουθεί στενά το ζήτημα, με πολλές μακροχρόνιες μελέτες να βρίσκονται σε εξέλιξη για να αποσαφηνιστεί πλήρως η πιθανή επίδραση της μακροχρόνιας έκθεσης στην ακτινοβολία των κινητών τηλεφώνων.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΠΟΥ συστήνει στους χρήστες κινητών τηλεφώνων να λαμβάνουν απλές προφυλάξεις, όπως η χρήση ακουστικών ή η ενεργοποίηση της ανοιχτής ακρόασης κατά τη διάρκεια των κλήσεων, ειδικά όταν χρησιμοποιούν το τηλέφωνο για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Επίσης, οι επιστήμονες τονίζουν τη σημασία της συνέχισης της έρευνας, ιδιαίτερα καθώς οι τεχνολογίες των κινητών τηλεφώνων εξελίσσονται και γίνονται πιο ισχυρές.
Εν κατακλείδι, η σχέση μεταξύ κινητών τηλεφώνων και καρκίνου του εγκεφάλου παραμένει ένα θέμα που απαιτεί περαιτέρω μελέτη, αλλά τα μέχρι στιγμής δεδομένα δεν παρέχουν αποδείξεις για έναν σημαντικό κίνδυνο. Οι τρέχουσες οδηγίες προτείνουν τη λήψη απλών μέτρων προφύλαξης για να περιοριστεί η έκθεση, έως ότου υπάρξουν πιο οριστικές απαντήσεις.