Η Μαίρη Χρονοπούλου αποτελεί μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του ελληνικού κινηματογράφου, καταφέρνοντας να ξεχωρίσει και να γοητεύσει το κοινό χωρίς να στηρίζεται σε κλασικά πρότυπα ομορφιάς ή σωματικής ελκυστικότητας. Σε μια εποχή όπου η βιομηχανία του κινηματογράφου προέβαλλε μονοδιάστατες και συχνά στερεοτυπικές αντιλήψεις για το τι σημαίνει «ελκυστική πρωταγωνίστρια», η Χρονοπούλου ξεχώρισε με τον δικό της, μοναδικό τρόπο.
Η επιτυχία της δεν βασίστηκε σε εξωτερικές επιφανειακές ιδιότητες αλλά στην εσωτερική της φινέτσα, το δυναμικό ταμπεραμέντο και το αξεπέραστο υποκριτικό ταλέντο της. Αυτά τα χαρακτηριστικά την έκαναν να ξεχωρίζει και να μαγνητίζει το κοινό σε κάθε της εμφάνιση. Ήταν μία ηθοποιός με προσωπικότητα που γέμιζε την οθόνη, προσδίδοντας βάθος και ένταση στους ρόλους που ερμήνευε. Δεν χρειαζόταν τις «πλαστικές» εικόνες και τα στερεότυπα που συχνά κυριαρχούσαν στον παλιό εμπορικό κινηματογράφο για να τραβήξει την προσοχή του κοινού.
Με την ωριμότητά της, η Μαίρη Χρονοπούλου δεν έμεινε προσκολλημένη στις δάφνες του παλιού σινεμά, αλλά εξελίχθηκε και συνέχισε να δουλεύει με το ταλέντο της, προσαρμόζοντας την καλλιτεχνική της έκφραση στις νέες απαιτήσεις. Είχε την ευφυΐα να αντιληφθεί ότι η τέχνη και η υποκριτική δεν μπορούν να παραμείνουν στατικές και χρειάζονται εξέλιξη. Έτσι, ενώ πολλές από τις ηθοποιούς της εποχής της παρέμειναν «παγιδευμένες» σε παρωχημένα πρότυπα, η Χρονοπούλου κατάφερε να επαναπροσδιορίσει την εικόνα της, αφήνοντας το στίγμα της σε κάθε φάση της καριέρας της.
Αυτό το σύνολο των χαρακτηριστικών της, από την αριστοκρατική φινέτσα και το αστείρευτο πάθος μέχρι το ταλέντο που δούλεψε σκληρά, είναι που την έκανε ξεχωριστή. Η Χρονοπούλου δεν ήταν απλώς μια ακόμα πρωταγωνίστρια· ήταν μια καλλιτέχνιδα που συνδύαζε ταμπεραμέντο και βάθος, αφήνοντας πίσω της μια κληρονομιά που εξακολουθεί να εμπνέει. Σ’ έναν χώρο γεμάτο από επιφανειακές προσεγγίσεις, η Μαίρη Χρονοπούλου απέδειξε ότι η αληθινή γοητεία προέρχεται από την αυθεντικότητα και την καλλιτεχνική ακεραιότητα.
Το 1953 θα κάνει το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο, παίζοντας ένα ρολάκι στην μουσική κωμωδία του Ντίνου Δημόπουλου «Χαρούμενο Ξύπνημα», ενώ με προτροπή της Δέσπως Διαμαντίδου, θα βγει στο ελεύθερο θέατρο.
Το 1958 θα συμμετάσχει στο εξαιρετικό δράμα του Μιχάλη Κακογιάννη «Το Τελευταίο Ψέμα», με την Έλλη Λαμπέτη, ενώ στη δεκαετία του ’60 θα ανέβει γρήγορα και θα γίνει πρωταγωνίστρια της Φίνος Φιλμ.
Το 1963, θα κάνει την πρώτη της δυναμική εμφάνιση ως συμπρωταγωνίστρια στα «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη, ένα φιλμ που θα φτάσει ως τις υποψηφιότητες για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Το 1966 θα είναι χρονιά ορόσημο για την καριέρα της, καθώς θα πρωταγωνιστήσει σε τέσσερις τεράστιες επιτυχίες. Στο ελληνικό δραματικό «γουέστερν» του Βασίλη Γεωργιάδη «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», ακόμη μία ταινία που ήταν υποψήφια για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, έχοντας και πάλι δίπλα της τον Κούρκουλο, αλλά και τους Μάνο Κατράκη και Γιάννη Βόγλη.
Η Μαίρη Χρονοπούλου, έπειτα από ένα ακόμη ατύχημα μέσα στο σπίτι της, θα αφήσει την τελευταία της πνοή στις 6 Οκτωβρίου του 2023, σε ηλικία 90 ετών, αφήνοντας όλη της την περιουσία στο «Χαμόγελο του Παιδιού», δείχνοντας την αγάπη της για τα παιδιά, που δεν κατάφερε να αποκτήσει.