Την Κυριακή, 26 Νοεμβρίου, στη Δημοτική Πινακοθήκη Λαμίας και σε μια ξεχωριστή απογευματινή παρουσίαση, έσμιξαν η Λογοτεχνία με τη Ζωγραφική και αναγνώστηκαν τρία λογοτεχνικά κείμενα, δίπλα στο πορτραίτο της Μαρσέλ… που τα υπογράφουν μέλη του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών & Συγγραφέων.
Ο Πρόεδρος του Ομίλου, Κώστας Τσιαλαφούτας, χαιρετίζοντας αυτή την ιδιαίτερη και, όπως αποδείχθηκε, επιτυχημένη βραδιά, στην ισόγεια αίθουσα της Δημοτικής Πινακοθήκης Λαμίας, είπε σχετικά:
[…] Ήταν μια ιδέα, μια πρόταση της Εφόρου της Δημοτικής Πινακοθήκης Λαμίας και μέλους του Ομίλου μας, Έφης Παπαευθυμίου, και ταυτόχρονα μια πρόκληση, να εμπνευστούν τα μέλη του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών & Συγγραφέων μέσα από τον πίνακα «Μαρσέλ» του Λαμιώτη ζωγράφου Αλέκου Κοντόπουλου, και να γράψουν ένα διήγημα.
Η συνάντηση αυτή της Λογοτεχνίας με τη Ζωγραφική, είχε ως αποτέλεσμα να γραφούν τρία εξαιρετικά διηγήματα μελών του Ομίλου. Του Παντελή Γερασίμου, της Σοφίας Κουτσούκου και της Ειρήνης Πασχαλίδη. Τρεις διαφορετικές ιστορίες, με την ίδια πηγή έμπνευσης. Την Μαρσέλ. Τη Γαλλίδα σύζυγο του Λαμιώτη Ζωγράφου Αλέκου Κοντόπουλου, μέσα από το πορτραίτο της, που φιλοτέχνησε ο σύζυγός της.
Αυτή είναι η ομορφιά της Τέχνης, τονίζει ο κ. Τσιαλαφούτας, όταν εμπνέει τη Λογοτεχνία… ανοίγει νέους και διαφορετικούς δρόμους, ξυπνάει τη σκέψη και καλλιεργεί τη φαντασία, κάνοντας το ταξίδι της ψυχής και των λέξεων συναρπαστικό και δημιουργικό.
Η Μαρσέλ εκτίθεται στην Αίθουσα Μόνιμης Συλλογής Έργων Αλέκου Κοντόπουλου, στο ισόγειο της Δημοτικής Πινακοθήκης Λαμίας.
Για μια Μαρσέλ
Σύντομο διήγημα
Του Παντελή Δ. Γερασίμου Μέλους του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών και Συγγραφέων
Το χαρτί της ζωγραφιάς της που μου άφησε στην τελευταία μας συνάντηση εκπέμπει το άρωμα της κολόνιας που φορούσε, αλλά κατά κάποιον παράξενο τρόπο θροΐζει και ελαφρά, τόσο που να νομίζω πως ακούω τον ψίθυρο της ανάσας της. Κάτι έξω απ` τα συνηθισμένα κι ανθρώπινα, αφού δίνει και την εντύπωση πως λικνίζεται ελαφρά, έτσι που χιλιάδες μάτια να την κοιτάζουν, να τη θαυμάζουν και να τη λατρεύουν σαν εφέστια θεά. Άλλωστε αυτό ακριβώς στριφογυρίζει στο μυαλό μου και μου δημιουργεί την εντύπωση πως μου είχε εκμυστηρευτεί πως νιώθει, ότι γεννήθηκε για να τη λατρεύουν.
Δείχνοντάς μου το ευκρινέστατα σκοτεινό δεξί της μάγουλο, μου κράζει δυνατά:
– Δε θα υπήρχε φως αν έλειπε το σκοτάδι, μέρα χωρίς να υπάρχει νύχτα, καλό χωρίς κακό, χαρά χωρίς λύπη ή απογοήτευση. Δεν υπάρχει θύτης χωρίς θύμα ή θύματα και τέλος δεν υπάρχει ζωή χωρίς θάνατο. Το μόνο ικανό να σταθεί όρθιο από μόνο του και καμμιά ανάγκη να μην έχει με την ύπαρξη του αντιθέτου του, είναι η αγάπη.
Παρά τις οποιεσδήποτε – πριν χαθούν στην άβυσσο – εκλάμψεις δημιουργικών σκέψεων που προσπάθησα να ενεργοποιήσω, στάθηκα ανήμπορος να κατανοήσω άμεσα τα λεγόμενά της και επέλεξα συνειδητά τη σιωπή, επιβεβαιώνοντας πως δε θα υπήρχε κραυγή ή θόρυβος, αν δεν υπήρχε και η σιωπή σαν επιλογή. Θυμάμαι και την παραμικρή σύσπαση των μυών του προσώπου της, καθώς και την τεράστια προσπάθειά που κατέβαλα, προκειμένου να καλύψω την όποια μεταξύ μας απόσταση. Προσπάθησα με πάθος να πλησιάσω όσο γινόταν πιο κοντά, ώσπου πληγώθηκε όλο μου το σώμα πυκνούς θάμνους κολιτσίδας και αγκάθια βατομουριάς, στη διάρκεια της προσπάθειας να μη χαθεί ο παραμικρός ψίθυρος. Γιατί είναι πολύ όμορφος ο ανάλαφρος ήχος της απόστασης, αρκεί να καταφέρεις να τον ακούσεις. Όσο πιό καθαρός όμως και ευκρινής, τόσο πιο μεθυστικό το αποτέλεσμα. Το πλησίασμα αυτό ήταν τελικά και η αφορμή να διαπιστώσω, πως το πρόσωπό της δεν ήταν κάποιο συνηθισμένο ενιαίο και συνεχές κατασκεύασμα, αλλά παρέπεμπε σε συρραφή πολύ μικρών αυτόνομων κομματιών, κάτι σα ζωγραφισμένες πολύ μικρές ποταμίσιες πέτρες, που η μια δίπλα στην άλλη, βαλμένες με τέχνη από Μικρασιάτη πρωτομάστορα σχηματίζουν και παραδίδουν στο θαυμασμό μας ένα τόσο πρωτόγνωρο δημιούργημα.
Λείψανα από παλιές συζητήσεις που είχαμε, έχουν απομείνει διάσπαρτα σε διάφορους και διαφορετικούς τόπους, χωρίς καμιά συνοχή μεταξύ τους και μη μπορώντας να κάνω αλλιώς τα κουβαλώ στην πίσω τσέπη του παντελονιού μου, μαζί με καθημερινές πρόχειρες σημειώσεις που κρατούσα στο οπισθόφυλλο των χαρακτηριστικών (πλακέ) πακέτων “ΦΙΛΤΡΟ ΚΑΡΕΛΙΑ”. Σε ένα από αυτά είχα σημειώσει την ανάγκη να εξασφαλίσω ένα τρυφερό της άγγιγμα, ένα αγκάλιασμα, αλλά πάντοτε έμπαινε οξύτατο το εξής δίλημμα: Ακόμη και ένα νοερό αγκάλιασμα θα ήταν σίγουρα εισιτήριο εισόδου στο δικό της κόσμο, ή ίσως και κάποια μορφή εξιτηρίου, πράγμα καθόλου επιθυμητό σ` εμένα;
Αντίστοιχα δεν έχω συγκρατήσει πάρα πολλά από την πρώτη γνωριμία, αλλά είναι βαθιά χαραγμένη μέσα μου μια φοβερή παγωνιά και το κοκαλωμένο χιόνι που άφηνε στο διάβα του ένας κοκαλωμένος Μάρτης, που μόλις και μετά βίας ο όποιος Απριλιάτικος ήλιος, παίζοντας το συνηθισμένο κρυφτούλι του με τα σύννεφα, δεν το άφηνε να στρογγυλοκαθήσει για πολύ. Κι αυτή, πάντα χαρούμενη και ανάλαφρη όπως ήταν (και δεν το έκρυβε), έπαιρνε το φεγγάρι στο αριστερό χέρι και ή φώτιζε επιλεκτικά τα όμορφα και δημιουργικά μόνο όνειρά μου, ή χτυπώντας το ρυθμικά με το δεξί της χέρι, το μετέτρεπε πότε σε τσιγγάνικο ντέφι σκορπίζοντας προς κάθε κατεύθυνση χαρούμενους ρυθμούς που δεν είχαν ούτε καν την ανάγκη συνοδείας άλλων μουσικών οργάνων για να σε απογειώσουν
Δε μου είναι εύκολο και ούτε μπορώ να θυμηθώ που και πότε ακριβώς τη συναντούσα. Ίσως επειδή θα χρειαζόταν να διαθέτω και εφεδρικά μάτια, για μικρότερης σημασίας παρατηρήσεις, μιας και αυτά που διαθέτω δε θα μπορούσαν παρά να είναι απασχολημένα με το να κοιτάζω μόνο τα μάτια της, το πρόσωπό της, το σώμα της…… Σα δε μπορώ να τη συναντήσω και μου λείπει με οδηγεί αυτό σε ένα ατέλειωτο κύκλο ερωτημάτων. Ποιους άραγε τις νύχτες και σε ποια βραχώδη μονοπάτια συναντούν αυτοί που μας λείπουν; Μάλλον δε θα το μάθουμε ποτέ.
Όταν όμως τη συναντώ, μου αρέσει να την ακούω να μιλάει με τις ώρες, ξεχνώντας τον πόνο των πληγών που μου προξένησαν τα αγκάθια των θάμνων και η γαλατσίδα από τα κοτσάνια της αγριοσυκιάς σαν έσταζε πάνω σ` αυτές, στην προσπάθειά μου να πλησιάσω όλο και πιο κοντά της.
Το μελάνι ίσως και να λιγοστεύει, όσο γράφω για πράγματα που αφορούν στην ύπαρξή της, αλλά η θάλασσα των αναμνήσεων όλο και πληθαίνει, όπως χαρακτηριστικά μου ψιθυρίζει ο Σεφέρης.
Δεν επιθυμώ να σπάσουν οι χορδές αυτών των αναμνήσεων μια και είναι αδύνατη η επισκευή τους. Λιγοστά τα γεγονότα που μας σημαδεύουν καθοριστικά και μας ωθούν σε αλλαγές, ενώ παράλληλα, σκάβουν βαθιά το “είναι” μας και χαράζονται ανεξίτηλα στη μνήμη, σαν πινακίδες ρύθμισης της κυκλοφορίας σε πολυσύχναστους δρόμους, ή σαν οδηγίες χρήσης πολύτιμων και πολύπλοκων φαρμακευτικών σκευασμάτων και συσκευών.
Του ανέμου ο ψιθυριστός ήχος μου έδινε πάντα την εντύπωση πως έπλεκε το καλοκαιρινό της φόρεμα, για να αντέχει κόντρα στον καυτό ήλιο, εκεί στις όχθες του Λίγηρα και του Ρήνου, αλλά και στις ακρογιαλιές των εφηβικών ερώτων. Όμως ποτέ μου δεν ήξερα και βέβαια ποτέ μου δεν έμαθα πως και ποιούς συναντούν αυτοί που μας λείπουν
Και έγραφα με κιμωλία μηνύματα στους μαντρότοιχους της γειτονιάς της, υπογράφοντας πάντοτε ή ως “ΓΟΛΙΑΘ” ή ως “ΠΑΛΙΟΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΡΗΣ”. Έτσι και φορώντας πάντα την καλή μου φορεσιά σκεπτόμουν πως πλησιάζω να την αγγίξω, αλλά συνήθως τα επόμενα βράδια κυλούσαν με ψημένο καλαμπόκι και φυστίκια Αιγίνης ή Μώλου, ενώ παράλληλα ξεχνούσα το τσάι που έβραζε και τελικά χυνόταν πάνω στο αναμμένο καμινέτο.
Δεν ήταν και λιγοστές οι στιγμές που πίστευα πως αν δε μπορώ να γευτώ τα όμορφα συναισθήματα που μου προκαλούσε η ύπαρξή της ή και η θύμησή της, θα ήθελα αν μπορούσα να καταγράψω στη μνήμη μου, έστω και κάποιες λιγοστές μνήμες, ενισχυμένες κατά το δυνατό. Και αυτό προσπαθώ να κάνω με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία.
Μαρσέλ
(της Σοφίας Κουτσούκου)
Την είδε να βγαίνει πάλι από εκείνο το μικρό καφέ της Champs Elysees. Το άσπρο της δέρμα ταίριαζε απόλυτα με το χιονισμένο τοπίο και τις νιφάδες που έπεφταν πυκνές και καθαρές πάνω στη μαύρη γούνα που σκέπαζε τους ώμους της. Η γαλλική της καταγωγή ξεχείλιζε από τα ακροδάχτυλα της που κρατούσαν το ζεστό της καπουτσίνο μέχρι τα μαύρα γοβάκια με το χαμηλό τακούνι και τον φιόγκο στο πλάι που βάδιζαν ανάλαφρα μα τόσο θηλυκά πάνω στο υγρό πλακόστρωτο. Τα μαύρα κοντά, σχεδόν αγορίστικα, μαλλιά της άφηναν ακάλυπτο τον μακρύ άσπρο λαιμό της που σίγουρα ευωδίαζε κάποιο γαλλικό πανάκριβο άρωμα, κι ας μην την είχε μυρίσει ποτέ του.
Ήταν η ώρα που γυρνούσε στο σπίτι της, λίγα μέτρα μακριά από το δικό του. Πάνε έξι μήνες από τότε που μετακόμισε στο Παρίσι, όσοι ακριβώς και οι μήνες που την παρακολουθεί. Την ξεχώρισε ανάμεσα στο πλήθος της πολυσύχναστης πλατείας από την πρώτη στιγμή. Ήταν τόσο διαφορετική από όλες τις άλλες, τόσο άπιαστη. Και κάθε μέρα η ίδια ιεροτελεστία. Πιστή στην ώρα της, έπαιρνε το απογευματινό της ρόφημα από το ίδιο γωνιακό καφέ και με γοργά βήματα χάνονταν στο μικρό στενό που οδηγούσε στο σπίτι της, κοιτώντας πάντα αγέρωχα μπροστά, δίχως να ξεστρατίσει καθόλου το βλέμμα της.
Έπειτα την φανταζόταν στη ζεστασιά του σπιτιού της, να βγάζει το πανωφόρι της απομένοντας με το λευκό νεγκλιζέ της και το μαργαριταρένιο κολιέ. Έκλεινε τα μάτια του και βρισκόταν νοητά δίπλα της, την ξάπλωνε στο κρεβάτι της με τα μαύρα σατέν σεντόνια και την έκανε δική του, άλλοτε με τη θέλησή της και άλλοτε χωρίς, πάντα όμως άγρια και παθιασμένα. Τόσο άγρια που καμιά φορά την ένιωθε να ξεψυχά στα χεριά του. Κι ύστερα περίμενε ως την επόμενη μέρα που θα την έβλεπε κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα του, ώστε να βεβαιωθεί ότι όλα αυτά ήταν μόνο στη φαντασία του. Γιατί ήξερε ότι δεν έπρεπε να βιαστεί, ήξερε ότι έπρεπε να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να την πλησιάσει.
Σήμερα όμως δεν ήταν το ίδιο. Οι κινήσεις της πρόδιδαν μια ανησυχία και το βλέμμα της θαρρείς πως κάτι έψαχνε στο χώρο. Ίσως έφταιγε που την τελευταία φορά είχε αφήσει την ασφάλεια του σπιτιού του και την ακολούθησε ως το δικό της. Ήξερε πως ήταν λάθος και ριψοκίνδυνο αλλά δεν μπορούσε άλλο να αντισταθεί. Ήθελε να νιώσει τον αέρα που άφηνε πίσω του το βάδισμα της, να ακούσει τον ρυθμικό ήχο των τακουνιών της στο πεζοδρόμιο. Ήταν σίγουρος όμως πως δεν τον είχε αντιληφθεί. Ή σχεδόν σίγουρος.. Τώρα λοιπόν βεβαιώθηκε πως ήταν λάθος να το κάνει αυτό. Πριν ξεκλειδώσει την εξώπορτα του σπιτιού της γύρισε και κοίταξε αριστερά και δεξιά. Και τότε την είδε να τον κοιτάζει κατάματα. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά και τότε ήταν που ένιωσε το κάλεσμα μέσα του. Πήγε στο δωμάτιο του και ετοιμάστηκε. Είχε έρθει η ώρα..
Το επόμενο πρωί τον βρήκε άυπνο, λερωμένο και φανερά ταλαιπωρημένο. Όμως η ένταση και η ηδονή που ένιωθε μέσα του δεν είχαν καταλαγιάσει ακόμη. Όλο το βράδυ πάλευε να ολοκληρώσει το έργο του. Του πήρε τόσους μήνες μα όλα είχαν αποτυπωθεί στο χαρτί με κάθε λεπτομέρεια, μόνο μία έλειπε. Η πιο σημαντική. Κι αυτή την απόκτησε το προηγούμενο βράδυ. Το βλέμμα της να τον κοιτάζει με όλα της τα συναισθήματα. Έκπληξη, φόβος, αγωνία, ικεσία, πόνος. Έπρεπε όλα να τα αποτυπώσει με μια του πινελιά. Και τα είχε καταφέρει. Ανακουφισμένος με το αποτέλεσμα και φανερά λυτρωμένος από τους δαίμονες του μυαλού του ακούμπησε το πινέλο στο καβαλέτο του την ώρα που άρχισαν να ηχούν οι πρώτες σειρήνες της αστυνομίας. Και τώρα ο τίτλος. Δεν ήξερε το όνομά της. Κοίταξε ολόγυρα και το μάτι του έπεσε σε ένα βιβλίο του Μαρσέλ Προυστ που είχε διαβάσει πρόσφατα με τίτλο «Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών». Ήταν αυτό που έψαχνε, τόσο ταιριαστό και αρμονικό. Θα την ονόμαζε Μαρσέλ. «Η Μαρσέλ της Champs Elysees» έγραψε με το λεπτό του πινέλο και ακούμπησε τον καμβά δίπλα στην όμορφη μελαμψή «Αΐσα», το προηγούμενο έργο του που έφερε μαζί του από το τελευταίο του ταξίδι στην Τουρκία.
Ετοίμασε την βαλίτσα του, τύλιξε καλά τους πέντε πίνακες του σ’ ένα μεγάλο χαρτόκουτο και έγραψε απέξω με μεγάλα κόκκινα γράμματα «ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ». Ύστερα κάλεσε ταξί για το αεροδρόμιο. Επόμενος σταθμός το Λονδίνο.
Ένα ακόμη πρωινό τη βρήκε να στέκεται στον σπασμένο καθρέφτη του δωματίου της. Ραγισμένα κομμάτια που είχαν συγκολληθεί μάταια, πασχίζοντας να ενώσουν μνήμες μιας τρυφηλής ζωής. Ήταν άλλη μια φορά εκεί, ήθελε να δει ξανά το είδωλό της, να το αντικρίσει όπως το θυμόταν εκείνη. Φορούσε πάλι τα ρούχα από την τελευταία φορά, το κοστούμι με τα βελουδένια μανίκια και το δαντελένιο τελείωμά τους. Τα φόρεσε όπως όπως, ούτε που πρόλαβε να καλύψει τη γύμνια της ψυχής της.
Πλησίασε στον καθρέφτη και κοίταξε μέσα. Κοίταξε μέσα όσο πιο καθαρά μπορούσε και τότε αυτός, θάμπωσε. Άρχισε να βουρκώνει, υγρές σταγόνες νότισαν το φθαρμένο γυαλί και έπειταξεκίνησαν νωχελικά να βρέχουν τις ρυτιδιασμένες πτυχές του λαιμού της. Ήταν εκείνη η στιγμή που άρχισε να τα θυμάται όλα. Τόλμησε να πάει κόντρα στα στερεότυπα της εποχής και να ανέβει στο σανίδι. Στην αρχή, οι αντιδράσεις ήταν πολλές. Όμως εκείνη επέμενε, επέμενε μέχρι που έκανε αυτό που ονειρευόταν.
«Εγώ θα γίνω ηθοποιός! Μια μέρα θα με θαυμάζετε όλοι σας!»
Και δεν ήταν μόνο ότι το έλεγε, έβαλε πείσμα και το έκανε. Έτσι, από τους καθρέφτες του δωματίου της… τώρα έδινε παραστάσεις σε διάσημα θέατρα της εποχής, έκανε περιοδείες, ταξίδευε και μάγευε το φιλοθεάμον κοινό. Θυμόταν τα χειροκροτήματα, τα γέλια, τα συγχαρητήρια και τις διθυραμβικές επευφημίες του κοινού. Κάθε φορά που ανέβαινε στη σκηνή, ήξερε πως εκεί είναι η δεύτερη ζωή της, ή μάλλον, ήξερε ότι, χωρίς τη σκηνή δεν έχει ζωή. Κοστούμια άλλης εποχής, εβένινα μαλλιά και αλαβάστρινο δέρμα ήταν αρκετά για να σαγηνεύσει τους θαυμαστές της, αλλά κυρίωςήταν εκείνο το μοναδικό της ταλέντο , το νάζι και το μπρίο που σκορπούσε με το που εμφανιζόταν. Μια θεατρίνα ήτανε, μια ηθοποιός που χάραξε τη δική της μοναδική πορεία στα θέατρα της εποχής. Και το αστέρι της ανέβηκε ψηλά, έφτασε στα ουράνια, έγινε διάσημη, ακριβώς όπως το ονειρεύτηκε. Εκεί, στο θέατρο εκείνο, θυμάται όσα έγιναν η αφορμή για να λάμψει το αστέρι της, αλλά και για να δύσει…
Έφτασε η στιγμή που θα έδινε μια μοναδική παράσταση, θα έπαιζε ένα από τα αγαπημένα της έργα. Κάρμεν. Είχε διαλέξει το πιο όμορφο φόρεμα που μπορούσε να βρει. Ένα λαμπερό χρώμα που αγκάλιαζε το σώμα της και χυνόταν απαλά στα λιγνά της πόδια. Τα πόδια της…Τα μανίκια ήταν βελούδινα και στο τελείωμά τους είχαν μια υπέροχη, μαύρη δαντέλα. Ήθελε όσο ποτέ να είναι η καλύτερή της πρεμιέρα. Τα είχε κανονίσει όλα, περίφημα. Είχε προσκαλέσει όλους τους αγαπημένους ανθρώπους της ζωής της. Ήθελε να είναι εκεί, μαζί της, σε αυτή την τόσο σημαντική στιγμή. Να τους δείξει ότι δίκαια πάσχιζε όλα αυτά τα χρόνια, δίκαια έμπαινε και έβγαινε στις ψυχές των ρόλων, ότι το άξιζε.
Όλα είναιέτοιμα. Η αυλαία ανοίγει. Στέκεται στην κουίντα και περιμένει τα φώτα. Γύρω της, στο σκηνικό, υπάρχουν διάσπαρτα δεκάδες γυάλινα μπαλάκια, μέρος του σκηνικού. Ο ενθουσιασμός και η έκσταση της βραδιάς στρέφουνλάθος τα βήματά της. Προχωράει προς τη σκηνή. Τα πόδια της πατάνε σε ένα από τα γυάλινα σφαιρίδια. Αυτόματα, την παρασύρουν να πατήσει και τα επόμενα. Ένα περίεργο ντόμινο την οδηγεί προς το τελείωμα της σκηνής, εκεί ακριβώς που τη χωρίζει από το κενό. Είναι φανερό ότι έχει χάσει όχι μόνο την ισορροπία της,έχει χάσει κάθε ίχνος ψυχραιμίας και δύναμης να προστατέψει το σώμα της. Η μέση της ταλαντεύεται επικίνδυνα. Νιώθει να χάνει τις αισθήσεις της, λιποψυχεί, λιποθυμά. Ένας μεγάλος γδούπος συνταράζει το θέατρο, μιας και το ύψος που χωρίζειτη σκηνή από τη σάλα,είναι αρκετά μεγάλο. Ένας γδούπος και μια σύσσωμη κραυγή απόγνωσης από το κοινό. Η πτώση είναι οδυνηρή, τρομακτική και δυστυχώς, ανελέητη. Το πλήθος του κόσμου που τρέχεικαι σπρώχνεται να βοηθήσει,αντικρίζει μια γυναίκα με ματωμένο πρόσωπο και κουρελιασμένα πόδια. Ναι, η μέση της έχει δεχθεί το μεγαλύτερο πλήγμα και μοιραία τα πόδια της έχουν χάσει κάθε ίχνος δύναμης. Τα πόδια της…έχουν παραλύσει.
Ο καιρός πέρασε και η άλλοτε περίφημη θεατρίνα μπόρεσε να καθαρίσει τις πληγές του προσώπου της, αυτές που φαίνονταν τουλάχιστον, γιατί τις άλλες δεν μπόρεσε να τις επουλώσει ποτέ. Τα πόδια της είχαν χάσει κάθε ζωή, κι αυτή τώρα έπρεπε να αποδεχτεί τη νέα της πραγματικότητα. Καθηλωμένη, χωρίς ποτέ να μπορεί να ανέβει στη σκηνή ξανά, χωρίς να μπορεί να περπατήσει ανάμεσα στους θαυμαστές της, χωρίς να έχει, τελικά, ζωή. Η μόνη της παρηγοριά τώρα, είναι να διαβάζει τα θεατρικά έργα και να κάθεται εκεί,στο παράθυρο του σπιτιού της,αντικρίζοντας το θέατρο της πόλης. Καθηλώθηκε σε εκείνητην καρέκλα και καθηλώθηκε για πάντα η ψυχή της. Τα ρούχα που φόραγε από την παράσταση δεν τα έβγαλε ποτέ. Ήθελε να θυμάται ότι ήταν ηθοποιός. Τα ξεσκόνιζε πού και πού όσο μπορούσε με τα ακροδάχτυλάτης, κάνοντας, όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και πιο αργές κινήσεις. Πέταγε τη σκόνη και προσπαθούσε να διακρίνει κάτι από τη λάμψη εκείνης της εποχής. Μάταια. Ο χρόνος είχε παγώσει. Και η ψυχή της το ίδιο. Κάθε πρωί λοιπόν, ξυπνούσε και με δυσκολία κατάφερνε να καθίσει στην αναπηρική της καρέκλα. Έπαιρνε τα λόγια της, κυλούσε αδύναμα προς τον καθρέφτη και στεκόταν εκεί. Κοίταγε το πρόσωπό της και προσπαθούσε να δει τι της θυμίζει. Έπαιρνε το κουτί με τα φθαρμένα καλλυντικά και άρχιζε να βάφεται. Έπρεπε να είναι έτοιμη για τον ρόλο της. Να βγει γρήγορα στη σκηνή. Ο κόσμος της, την περίμενε. Ήθελε να δει για άλλη μια φορά τη μεγάλη θεατρίνα.Τη χαμένη θεατρίνα. Άρχιζε να ψελλίζει τις πρώτες της ατάκες, λόγια που επαναλάμβανε κάθε μέρα μπροστά στον καθρέφτη της, τον μόνο της θεατή. Μα κι αυτός ήταν φθαρμένος, γερασμένος σαν και εκείνη, είχε ραγίσει σαν την ψυχή της.
Εκείνο το πρωί είχε προσπαθήσει για άλλη μια φορά να ζήσει κάτι από το παρελθόν, να θυμηθεί κάτι από την ηθοποιό που είχε χάσει. Τα χέρια της πια, έτρεμαν. Κοίταξε για λίγο τα λιγνά της πόδια, που τώρα πια ήταν λιπόσαρκα, άψυχα, καθηλωμένα. Για μια τελευταία φορά τόλμησε να κοιτάξει το είδωλότης στον καθρέφτη,με τα μουντζουρωμένα μάτια και το ξεθωριασμένο κραγιόν. Έμεινε κοιτώντας,και έπειτα… το βλέμμα της έγινε απλανές, ονειροπόλο, χαμένο. Έγειρε το κεφάλι της στην καρέκλα, ήσυχα, γαλήνια, μοναχικά, παραδομένη στις αναμνήσεις, μα κυρίως προδομένη από τη ζωή. Με το χαμόγελο μιας γυναίκας που έφυγε και χάθηκε σε εκείνη τη σκηνή…
Ειρήνη Πασχαλίδη